Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Ιωνία (2 μέρος)- Ο βασιλιάς των μυρμηγκιών




Τα Βλεφαρίσματα σε συνέχεια της ιστορίας της Ιωνίας σας παραθέτουν το παραμύθι του Βασιλιά των μυρμηγκιών.


Ο βασιλιάς των μυρμηγκιών


Μια φορά και έναν καιρό  υπήρχε μια πανέρφη και πλούσια περιοχή.  Η Ιωνία.  Απλωνόταν στα παράλια του Αιγαίου και βρισκόταν μπροστά από την περιοχή της Ανατολίας.  

Και τι δεν είχε αυτή η γης.  Εύφορα εδάφη που τα καλλιεργούσαν οι κάτοικοί της.  Πυκνά  δάση με άφθονο  κυνήγι, κοιτάσματα με πολύτιμα μέταλλα, πλοία με θαλασσοπόρους που μετέφεραν τα αγαθά της στα πέρατα του κόσμου.   Σε αυτή τη μοναδική περιοχή υπήρχε μια ονειρεμένη πολιτεία με στέγες από καθαρό χρυσάφι.  Κάθε πρωί, όταν έβγαινε ο ήλιος έκανε τις χρυσές στέγες των σπιτιών και τους τρούλους των εκκλησιών να λάμπουν και το φως που απλωνόταν παντού έφτιαχνε τη διάθεση των κατοίκων.  Για αυτό οι άνθρωποι ονόμασαν την πόλη τους, Ευτυχία.  Η Ευτυχία ήταν τυχερή πόλη.  Τα τείχη της ήταν γέρα και τεράστια και ο στρατός της καλά εκπαιδευμένος.  Ο βασιλιάς της ήταν σοφός, γεμάτος αγάπη και κατανόηση  για τους υπηκόους του και δίκαιος μαζί τους.  Θεωρούσε πως έπρεπε να φορολογεί λογικά το λαό του και να αμείβει γενναιόδωρα το στρατό του για να έχει τη δύναμη να εκπαιδεύεται σκληρά και να πολεμάει εξίσου σκληρά.  Η φήμη του έφτανε στα πέρατα της γης και έκανε τους εχθρούς του να φοβούνται να του κηρύξουν τον πόλεμο γιατί ήξεραν πως αν τους νικούσε η τιμωρία τους θα ήταν σκληρή και παραδειγματική.  Είχε εξασφαλίσει λοιπόν την ειρήνη όχι μόνο στο βασίλειό του αλλά και σε  όλη την περιοχή.    


Η βασίλισσά του ήταν όμορφη, καλή και λάτρευε τον βασιλιά και τον γιό τους, τον πρίγκιπα Ιάσωνα.  Οι κάτοικοι ήρεμοι από το φόβο του πολέμου και της καταστροφής και χωρίς στενοχώριες για άδικους φόρους ασχολούντο με την ευημερία τους. Σεβόντουσαν το επάγγελμα που έκανε ο κάθε ένας από αυτούς, πιστεύοντας πως όταν κάνει κάποιος σωστά τη δουλειά τους είναι καλό για όλους.  ΄Ετσι εκτιμούσαν και σεβόντουσαν  το ίδιο π.χ. τον γιατρό και τον εργάτη που καθάριζε τους δρόμους σκεπτόμενοι πολύ σωστά ότι ο μεν γιατρός τους σώζει από τις αρρώστιες ο εργάτης όμως που καθαρίζει καλά τους δρόμους τους προστατεύει για να μην αρρωστήσουν.  Σοβαρή η δουλειά και των δύο.    Ήταν επίσης ευσεβείς, φιλοσοφούσαν τη ζωή και γινόντουσαν πλουσιότεροι.
   
Θα περίμενε κανείς ότι ο πρίγκιπας Ιάσων θα ακολουθούσε το παράδειγμα των γονιών του και των υπηκόων του.  Δυστυχώς όχι.  Την αγάπη και τη στοργή των γονιών του τη θεωρούσε υποχρέωσή τους.  Η αφοσίωση του κόσμου ήταν κεκτημένο δικαίωμά του λόγω του αξιώματος που είχε.  Πολλές φορές φερόταν τυραννικά στους υπηρέτες του απαιτώντας την αφοσίωσή τους και άστοργα στους γονείς του.  Εκείνοι ελπίζανε πως με τα χρόνια θα άλλαζε.  Θέλανε να πιστεύουν ότι ή συμπεριφορά του πήγαζε από την ορμή της νιότης του. 

Μια μέρα ο πρίγκιπας με την ακολουθία του επήγε για κυνήγι.  σε κάποιο ξέφωτο το δάσους σταμάτησαν να ξεκουραστούν.  Κατέβηκαν από τα άλογα και τότε πρόσεξαν ότι τα έδαφος ήταν γεμάτο μυρμηγκοφωλιές.

 Χαλάστε τις όλες.  Διέταξε ο πρίγκιπας.  Δεν μπορώ να ξεκουραστώ βλέποντας αυτές τις τρύπες.

Ανέβηκαν όλοι  στα άλογά τους και με τις οπλές των αλόγων τους προσπαθούσαν  να κλείσουν τις μυρμηγκοφωλιές.
Σας παρακαλώ, μη μας κάνετε κακό.  Η ομάδα κοίταξε κάτω και είδε από τις μισοχαλασμένες φωλιές να ξεπροβάλλουν κατατρομαγμένα μυρμήγκια.

Να φύγετε.  Να πάτε αλλού. Θέλω να ξεκουραστώ.  Είπε γεμάτος θυμό ο πρίγκηπας.

΄Ένα τεράστιο μυρμήγκι εμφανίστηκε ξαφνικά.
Είμαι ο βασιλιάς των μυρμηγκιών.  Είμαι και μάγος.  Φώναξε θυμωμένος.  Θα τιμωρήσω την αλαζονεία σου και θα μαγέψω το βασίλειό σου.

Τώρα το μυρμήγκι είχε γίνει τεράστιο.

Μη μου κάνεις  κακό παρακάλεσε ο πρίγκιπας.  Σου υπόσχομαι να αλλάξω.

Πολύ αργά.  Πρέπει να τιμωρηθείς . 

Τουλάχιστον τιμώρησε μόνο εμένα, όχι τους άλλους, επέμεινε ο πρίγκιπας.

 Όχι, απάντησε πάλι ο βασιλιάς των μυρμηγκιών.  Πρέπει να τιμωρηθούν και οι άλλοι που σε ανέχτηκαν και σε άφησαν να γίνεις το τέρας που είσαι τώρα.   Από τώρα και στο εξής το βασίλειο σου θα γίνει ένα τεράστιο δάσος.  Το παλάτι ένα καλύβι.  Οι γονείς σου γέροι και εσύ με την ακολουθία σου ζώα.  Σε λυπάμαι όμως για αυτό θα σου δώσω μια ευκαιρία.  Για να λυθούν τα μάγια θα πρέπει να βρεθεί ένα κορίτσι που θα αγαπάει και θα λυπάται όλο τον κόσμο.  Θα μαγειρέψει, θα ταΐσει και θα περιποιηθεί πρώτα τα ζώα,  μετά τους γέρους και τέλος θα φροντίσει τον εαυτό της. 

Πριν καλά καλά τελειώσει ο μάγος την κατάρα του όλα άλλαξαν.  Τίποτα δεν θύμιζε την όμορφη πολιτεία.  ΄Όλα χάθηκαν μέσα στην πυκνή βλάστηση.  Μόνο ένα μικρό καλυβάκι κάπου στην καρδιά του δάσους έδειχνε πως υπάρχει ζωή.

Πέρασαν πολλά χρόνια.  Στην άκρη του δάσους τώρα ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος με την γυναίκα του και τα τρία κορίτσια του. Ήταν πολύ φτωχοί και πολλές φορές έκαναν μέρες να δουν ψωμί στο τραπέζι.  Μια μέρα λέει η πιο μεγάλη.   Πατέρα, μητέρα, κουράστηκα να πεινάω.  Θέλω να φύγω, να ψάξω να βρω την τύχη μου.  Σε παρακαλώ πατέρα  φτιάξε μου 3 ζευγάρια ξύλινα παπούτσια και άσε με να φύγω.  Η μητέρα της κλαίγοντας την παρακάλεσε να μη φύγει, εκείνη όμως  είχε πάρει την απόφασή της.  ΄Εφυγε τρείς μέρες μετά φορώντας το ένα ζευγάρι παπούτσια και έχοντας στο ταγάρι της λίγο ψωμί και τα άλλα δύο ζευγάρια. 

Δρόμο πείρε, δρόμο άφησε, πέρασε από πολλά μέρη. Γνώρισε πόλεις και ανθρώπους.  ΄Εκανε ένα σωρό δουλιές για να επιβιώσει άλλά την τύχη της δεν τη βρήκε.  Θα ξαναγυρίσω στο σπίτι μου σκέφτηκε φορώντας το τρίτο ζευγάρι παπούτσια.  Φτάνοντας στην άκρη του δάσους για να πάει σπίτι της άρχισε να σουρουπώνει. 

Το σπίτι μου είναι στην άλλη μεριά σκέφτηκε.  Δεν πειράζει θα προχωρήσω στο σκοτάδι και ο θεός θα με βοηθήσει να βρώ τον δρόμο μου. 

Μπήκε στο δάσος.  Γύριζε ώρες μέσα στο δάσος αλλά το δρόμο της δεν τον βρήκε.  Απελπισμένη έβαλε τα κλάματα.  Τότε της ήρθε μυρωδιά από τζάκι.  Προχώρησε λίγο και μέσα στο σκοτάδι διέκρινε το φως από το παράθυρο του καλυβιού.  Χτύπησε φοβισμένα την πόρτα.

Πέρνα μέσα,  άκουσε μια φωνή.  Πέρασε.  Μπροστά από ένα ξύλινο τραπέζι καθόταν ένας γέρος και μια γριά. Γύρω τους ζώα.  Κότες, κατσίκες, πρόβατα και ένα άλογο. 

Πεινάμε, της είπαν.  Δεν έχουμε κανένα να μας βράσει λίγο χυλό.

Το κορίτσι αμέσως έψαξε στα ντουλάπια βρήκε τροφή για τα ζώα και αλεύρι με γάλα για το χυλό.

Έβαλε τη χύτρα στη φωτιά, μαγείρεψε το χυλό, έβαλε ένα πιάτο στον εαυτό της και αφού έφαγε και χόρτασε σέρβιρε το γέρο και τη γριά και μετά τάισε τα ζώα.

Σας ευχαριστώ που με εμπιστευθήκατε και μου ανοίξατε την πόρτα.  Μήπως θα μπορούσα να κοιμηθώ κάπου μέσα στο σπίτι; Ρώτησε ευγενικά.  Βεβαίως, είπε το γεράκος.  Κρατώντας ένα κερί της έδειξε ένα κρεβάτι σε μιαν άκρη του δωματίου.  Το κορίτσι ευχαρίστησε και ξάπλωσε

να κοιμηθεί.  Κοιμήθηκε αμέσως βαθιά. ΄Ετσι δεν άκουσε τον γεράκο να την πλησιάζει.


Τι κρίμα.  Μονολόγησε ο γέρος.  ΄Ηταν τόσο  καλή και τόσο όμορφη.  Πάτησε ένα κουμπί στην άκρη του κρεβατιού και το κρεβάτι εξαφανίστηκε σε μια καταπακτή.


Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμη.  Αυτή τη φορά ξεσηκώθηκε η δεύτερη κόρη του ξυλοκόπου να βρει την τύχη της.  Μάταια την παρακαλούσαν κλαίγοντας οι γονείς της να μη φύγει.  Αυτή ήταν αποφασισμένη.  Είδε και αποείδε ο ξυλοκόπος της έφτιαξε τα τρία ζευγάρια.  ΄Εφυγε ένα ανοιξιάτικο πρωινό φορώντας το ένα ζευγάρι και έχοντας στο ταγάρι της λίγο ψωμί και τα δύο ζευγάρια παπούτσια.  Δρόμο πείρε, δρόμο άφησε πέρασε και αυτή από πολλά μέρη, γνώρισε πολλούς ανθρώπους, πέρασε από πολλές πόλεις.  Την τύχη της όμως δεν τη βρήκε.  ΄Ετσι όταν φόρεσε το τελευταίο ζευγάρι παπούτσια αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι της. ΄Εφτασε και αυτή στην άκρη του δάσους την ώρα του δειλινού.  Θα τα καταφέρω σκέφτηκε.  ΄Ωρες αργότερα έκλαιγε χαμένη και τρομαγμένη μέσα στο πυκνό σκοτάδι.  Τότε είδε το καλύβι.  Πλησίασε φοβισμένη  και προβληματισμένη. Να κτύπησε την πόρτα ή όχι.  Τότε ακούστηκε το ουρλιαχτό του λύκου. Κατατρομαγμένη χτύπησε την πόρτα. 


Σας παρακαλώ, ανοίξτε μου φοβάμαι.  Είπε μέσα στους λυγμούς της.  Η πόρτα άνοιξε και μια γριούλα εμφανίστηκε.  Πέρασε μέσα καλή μου. Της είπε.  Το κορίτσι μπήκε μέσα στην καλύβα, κάθισε σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα και αφού της πέρασε η ταραχή ρώτησε πως μπορούσε να τους περιποιηθεί..  Της έδειξαν τα τρόφιμα και εκείνη μαγείρεψε ένα ωραίο χυλό.  Τον σέρβιρε στα πιάτα και βοήθησε το γέρο και τη γριά να τον φάνε.  ΄Επειτα έβαλε μια γενναία μερίδα στον εαυτό της και αφού έφαγε και χόρτασε τάισε τα ζώα.


Μήπως υπάρχει κάποιο μέρος να κοιμηθώ;  ρώτησε ευγενικά τους γέρους.  Κρατώντας ένα κερί

της έδειξε ένα κρεβάτι.  Το κορίτσι κοιμήθηκε αμέσως.   Τι κρίμα μονολόγησε πάλι ο γέρος.  ΄Ηταν τόσο όμορφο κορίτσι και τόσο καλό.  Πάτησε ένα κουμπί στην άκρη του κρεβατιού και το κρεβάτι εξαφανίστηκε σε μια καταπακτή.


Την επόμενη χρονιά ξεσηκώθηκε και η τρίτη κόρη να φύγει.  Οι γονείς τρελάθηκαν από την αγωνία τους. Χάσαμε τις άλλες δύο.  Δεν αντέχουμε να χάσουμε και εσένα. Της έλεγαν κλαίγοντας.  Σας δίνω το λόγο μου πως θα γυρίσω, αφού πρώτα έχω βρει τις αδελφές μου.

Ο ξυλοκόπος  κατάλαβε ότι έχει πάρει την απόφασή της.  της έφτιαξε λοιπόν τρία ζευγάρια ξύλινα παπούτσια και την άφησε να φύγει να βρει την τύχη της.


Και  αυτή  όμως  ούτε την τύχη της βρήκε, ούτε τις αδελφές της.


Απογοητευμένη αποφάσισε να γυρίσει πίσω.  ΄Εφτασε το σούρουπο στην άκρη του δάσους και πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει μπήκε σε αυτό.  Χάθηκε όμως και τα βήματά της την οδήγησαν στο καλύβι..  Μπήκε μέσα φοβισμένη, είδε τους γέρους, είδε τα ζώα και ένιωσε την ψυχή της να πλημυρίζει με λύπη για τα πεινασμένα  ζώα και ένιωσε τόση στοργή και τόση λύπη για τους ανήμπορους γέρους που χωρίς να ρωτήσει άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια για να βρει κάτι να τους μαγειρέψει.  Βρήκε τα τρόφιμα και περιποιήθηκε πρώτα τα ζώα γιατί της φάνηκαν πιο ανήμπορα από τους ηλικιωμένους. Αμέσως μετά έψησε στη χύτρα το χυλό και σέρβιρε  τους γέρους. ΄Όταν έφαγαν τους βοήθησε να πλυθούν και τους ετοίμασε για να κοιμηθούν.  Μετά έβαλε ένα πιάτο χυλό και αφού τον έφαγε ρώτησε ευγενικά.  Μήπως υπάρχει κάποιο μέρος που θα μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς να σας ενοχλήσω;  ο  γέρος την οδήγησε σε ένα κρεβάτι και εκείνη αφού τον ευχαρίστησε έπεσε σε βαθύ ύπνο.


Ξημέρωσε. 


Μα τι ήταν αυτό που έβλεπε;   βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα ολόχρυσο κρεβάτι με ολομέταξο κατάλευκο ουρανό.  Γύρω της έπιπλα πολυτελή και μπροστά της δυο κυρίες όμορφα ντυμένες να κρατά η μια ένα όμορφο ολομέταξο λευκό φόρεμα και οι άλλη όμορφα δερμάτινα παπούτσια.


Που βρίσκομαι; Ρώτησε τις γυναίκες.  


Μα… στο παλάτι μας, στην πόλη μας την Ευτυχία.   Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αποφάσισαν να σε παντρέψουν με το μοναχογιό τους. 


Αδύνατον, είπε το κορίτσι.  Οι γονείς περιμένουν να γυρίσω σπίτι και εγώ για να γυρίσω πίσω πρέπει να βρω τις αδελφές μου.  Τους το υποσχέθηκα πριν φύγω.


 Οι αδελφές σας είναι εδώ και ο βασιλιάς έχει στείλει ανθρώπους του για να φέρουν τους γονείς σας.


Η τρίτη κόρη ησύχασε.  ΄Αφησε να την ντύσουν, να την στολίσουν και να την πάνε να γνωρίσει τον Ιάσωνα.  Ποτέ στα όνειρά της δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα συναντούσε ένα τόσο ωραίο βασιλόπουλο.


Μα και ο Ιάσωνας δεν πήγαινε πίσω. Αμέσως γοητεύτηκε από την ομορφιά του κοριτσιού.


Μόλις ήρθαν στο παλάτι ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του, παντρεύτηκαν.


Ο βασιλιάς βρήκε δύο ωραίους αξιωματικούς και πάντρεψε και  τις αδελφές της.


Ο Ιάσωνας που είχε πάρει ένα πολύ  σκληρό μάθημα για τον κακό του χαρακτήρα και την αλαζονεία του  άλλαξε.  Ποτέ πια δεν υποτίμησε ούτε περιφρόνησε κανένα όσο μικρός και αν ήταν και σε όλη την υπόλοιπη ζωή του φρόντιζε να δείχνει την αγάπη του στην οικογένειά του, περιβάλλοντας με ατελείωτη στοργή τους γονείς και τους υπηκόους του.  ΄Ετσι ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλλίτερα.





Είναι χαμένη η μέρα που δεν γέλασες

Συντάκτης:  Σοφία Ησυχίδου